- χλωρόφυτο
- (χλωρόφυτο το εύκομο). Ριζωματώδης πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλωπιστικό φυτό με άφθονα φύλλα, επιμήκη, λογχοειδή, με καμπυλωτή-κρεμαστή διαμόρφωση, ανοιχτοπράσινα, που διατρέχονται από λευκοκίτρινες λωρίδες. Άνθη μικρά, λευκά κατά δέσμες πάνω σε λεπτά, μακριά στελέχη· επάνω στα στελέχη αυτά σχηματίζονται, μετά από ορισμένο χρόνο, μικρά φυτάρια, μικρογραφίες του μητρικού. Όταν στη βάση των φυταρίων εμφανιστούν μικρές ριζίτσες, είναι κατάλληλα να αποσπαστούν και να φυτευτούν σε γλάστρα, σε μείγμα από 3 ίσα μέρη: χώματος, φυλλοχώματος και χωνευμένης κόπρου. Το χ. πολλαπλασιάζεται επίσης και με χώρισμα της τούφας· για να διατηρήσει έντονες τις κιτρινόλευκες λωρίδες των φύλλων έχει ανάγκη από άφθονο πλάγιο φως, μακριά από τις ηλιακές ακτίνες. Αναπτύσσεται σχετικά γρήγορα· δεν έχει ανάγκη από υψηλή θερμοκρασία και το καλοκαίρι θέλει πολλά ποτίσματα. Εκτιμάται ιδιαίτερα για το ωραίο φύλλωμά του. Φυτεύεται κυρίως στις γλάστρες και στις ζαρντινιέρες· χρησιμοποιείται για διακόσμηση εσωτερικών χώρων και βεραντών και είναι κατάλληλο για πρασινοτάπητα κάτω από ψηλά, αραιά δεντρα.
Το χλωρόφυτο είναι πόα με λογχοειδή φύλλα.
* * *το, Νβοτ. γένος μονοκότυλων αγγειόσπερμων φυτών τής οικογένειας λιλιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chlorophytum < χλωρ(ο)-* + φυτό].
Dictionary of Greek. 2013.